τυπώσῃ

τυπώσῃ
τυπώσηι , τύπωσις
forming
fem dat sg (epic)
τυπάζω
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
τυπόω
form by impress
aor subj mid 2nd sg
τυπόω
form by impress
aor subj act 3rd sg
τυπόω
form by impress
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… …   Dictionary of Greek

  • τύπωση — η 1. εκτύπωση, τύπωμα: Η τύπωση της εφημερίδας. 2. αποτύπωση ορισμένων σχημάτων με συμπίεση σε μέταλλα ή πλαστικές ουσίες. 3. φωτογραφική μέθοδος που αποδίδει θετική εικόνα από αρνητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπώσηι — τύπωσις forming fem dat sg (epic) τυπώσῃ , τυπάζω fut part act fem dat sg (attic epic ionic) τυπώσῃ , τυπόω form by impress aor subj mid 2nd sg τυπώσῃ , τυπόω form by impress aor subj act 3rd sg τυπώσῃ , τυπόω form by impress fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… …   Dictionary of Greek

  • αναστατικός — ή, ό [ανίστημι] αναστατική μέθοδος ή αναστατική τύπωση η μέθοδος εκτύπωσης με μεταφορά της γραφής σε λιθογραφική πλάκα (από την οποία γίνεται η εκτύπωση) …   Dictionary of Greek

  • εκτύπωση — η (AM ἐκτύπωσις) νεοελλ. η ενέργεια τού εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση τού βιβλίου καθυστερεί») αρχ. μσν. 1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας 2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο 3. αλληγορία …   Dictionary of Greek

  • επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη …   Dictionary of Greek

  • επιβολέας — ο (Α ἐπιβολεύς) νεοελλ. σιδηρουργικό εργαλείο για τη συμπιεστική τύπωση κομματιού σιδήρου αρχ. επίκληση τού Ηρακλή στους Θουρίους …   Dictionary of Greek

  • μετατύπωση — η (ΑΜ μετατύπωσις) [μετατυπώνω] νεοελλ. τύπωση εκ νέου, ανατύπωση μσν. γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλις αρχ. 1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός 2. γραμμ. μεταβολή γραφής …   Dictionary of Greek

  • πρέσα — Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”